- ἀναθρηνῶ
- ἀναθρηνέωlift up one's voice in wailingpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀναθρηνέωlift up one's voice in wailingpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθρηνώ — ( έω) (Α ἀναθρηνῶ) θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρηνῶ] … Dictionary of Greek
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
συναναθρηνώ — έω, Α [ἀναθρηνῶ] θρηνώ γοερά μαζί με άλλον … Dictionary of Greek